- παιδαριοτρόφος
- παιδᾰρ-ιοτρόφος, ὁ,A one who keeps young slaves, prob. in Judeich Altertümer von Hierapolis 270.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παιδαριοτρόφος — παιδαριοτρόφος, ὁ (Α) αυτός που προσλαμβένει και συντηρεί νεαρούς δούλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιδάριον + τρόφος (< τρέφω)] … Dictionary of Greek